- αναγάλλια
- αναγάλλια, η και αναγάλλιαση, η και αναγάλλιασμα, το, -ατοςμεγάλη χαρά: Αναγάλλιασμα ακολούθησε την ανακοίνωση της ευχάριστης είδησης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.